NB: This text is written for practising purpose. Please excuse the simple language and errors!
Πριν από πολλά χρόνια (το καλοκαίρι του 2002) είχαμε πάει στη Σάμο. Περάσαμε όμορφα στις παραλίες του νησιού. Μείναμε στη νότια πλευρά του νησιού, κάτω από το πιο ψηλό βουνό που λέγεται Κέρκης.
Ένα απόγευμα αποφάσισα τελικά να τολμήσω να τρέξω προς τον Κέρκη. Βασικά είχα κάνει σχέδια να πάω πάνω πάνω. Αλλά για αυτό δεν έφτασαν οι διακοπές μας. Έτσι ήθελα να πάω τουλάχιστον μέχρι το μικρό μοναστήρι της Ευαγγελίστριας, που βρίσκεται στα μισά του βουνού.
Αυτό φαίνεται λίγο χαμηλό, αλλά είναι 650 μ προς τα πάνω για να φτάσεις εκεί.
Πρώτα πέρασα το πολύ ζωντανό χωριό πάνω από την παραλία Βοτσαλάκια. Το χωριό ήταν γεμάτο με μαγαζιά και ταβέρνες, περιμένοντας τούς τουρίστες και τους επισκέπτες. Ακόμα ο ήλιος δεν είχε βασιλέψει πίσω από τον Κέρκη.
Γρήγορα έφτασα σε μια διακλάδωση που με οδήγησε προς το βουνό. Μπροστά μου βρέθηκε μια μεγάλη πεδιάδα. Εκείνη έπρεπε να περάσω για να φτάσω στους πρόποδες. Έτρεξα σε ένα τυπικό ελληνικό δρόμο, με κόκκινη άμμο. Το χωριό το είχα αφήσει γρήγορα. Πέρασα μερικά σπίτια βοσκών, και μέσα από τα σπίτια άκουσα τα γαυγίσματα των σκύλων. Φοβήθηκα για το γυρισμό γιατί ήξερα ότι έπρεπε να ξαναπεράσω από εδώ στα σκοτεινά.
Τώρα όμως είχα έναν ξεκάθαρο στόχο μπροστά μου: Τον Κέρκη. Είχα περάσει την πεδιάδα και ο δρόμος με οδήγησε σιγά σιγά προς τα πάνω. Όσο περισσότερα που ανέβηκα τόσο ομορφότερη γινόταν η θέα.
Έφτασα στο τέλος του δρόμου σε ένα λόφο. Από εδώ ξεκίνησε ένα μικρό και απότομο μονοπάτι. Το χωριό, η θάλασσα, όλα βυθιστήκαν πίσω μου. Συνέχεια κοίταγα ανήσυχα το ρολόι μου. Γιατί είχα πει ότι θα λείψω μόνο για μία ώρα. Και ήξερα ότι δεν θα το καταφέρω ποτέ σε μία ώρα. Μου έδωσα 20 λεπτά μπόνους για να φτάσω στο στόχο μου. Όλο και πιο απότομο, όλο και ψηλότερο γινόταν το μονοπάτι προς τα πάνω. Ανάπαυλα σε ένα ξέφωτο. Μετρώ το σφυγμό μου: 32 παλμοί σε 10 δευτερόλεπτα.
Μπροστά μου άνοιξαν οι απαλές αμμουδιές όπου έσκαγαν τα κύματα σε μακριές παράλληλες γραμμές. Πίσω από το βουνό έλαμψαν οι τελευταίες ακτίνες του ήλιου.
Μετά το μονοπάτι μέ πήγε σε ένα παλιό δάσος με πεύκα, διαποτισμένο με μυρωδιά ρετσινιού. Αφού είχα περάσει το δάσος βρέθηκε ξαφνικά μπροστά μου ένα μικρό άσπρο εκκλησάκι.
Θυμήθηκα τον Lohengrin του Richard Wagner που λέει:
σε χώρα μακρινή, απλησίαστη στα βήματα σας,
υπάρχει ένα κάστρο που λέγεται Monsalvat,
μέσα του ένας ολόφωτος ναός,
πολυτιμότερος από όλη τη γνώση.
Τον μικρό ναό βρήκα με κυπαρίσσια στις πλευρές του και ένα μικρό κήπο μπροστά του. Ανέβηκα και ανακάλυψα την μικρή πηγή που ο οδηγός περιέγραφε.
Μέσα στην εκκλησία μπόρεσα να ακούσω μια από τις τρεις μοναχές του ναού. Από εδώ είχα θέα όλη την πεδιάδα και τη θάλασσα. Δεν θα ήρθαν πολλοί άνθρωποι εδώ πέρα, σκέφτηκα. Ούτε λίγοι γιατί είναι μια υπέροχη ανάβαση στο βουνό και πολλοί άνθρωποι έρχονται στη Σάμο για να κάνουν πεζοπορία.
Είχα αναζωογονηθεί στη πηγή και ξεκίνησα γρήγορα την κάθοδο, γιατί ήταν αργά και μισοσκότεινα. Και δεν ήθελα να ανησυχεί κανένας. Στην κάθοδο έμεινε λίγος καιρός να κοιτάξω την περιοχή. Το μονοπάτι απαιτούσε ολόκληρη την προσοχή μου. Συνέχεια σχεδόν έπεσα και έπρεπε να τρέχω πιο αργά. Χάρηκα που είχα φτάσει πάλι στο δρόμο, που με οδήγησε μέσα από μακρινές στροφές πίσω στην πεδιάδα. Σιγά σιγά πλησίαζα και στα κατσίκια και στους σκύλους. Αλλά ακόμα δεν είχα φτάσει εκεί και μπορούσα να ευχαριστηθώ τις μυρωδιές από τις ελιές και τα χόρτα που ανέβαιναν από την ακόμη ζεστή γη. Μετά από μια στροφή είχα θέα προς την ανατολή όπου ανέβηκε κόκκινη σαν αίμα η πανσέληνος.
Φανταζόμουν ότι με προσέχει από τους σκύλους που μπορούσαν ήδη να ακούσουν το τρέξιμο μου. Και εγώ άκουγα ήδη τα γαβγίσματα τους. Άτολμος πέρασα την πόρτα του σπιτιού των σκύλων, και άρχισαν να τρέχουν προς εμένα. Δόξα τω Θεώ ο βοσκός τους φώναξε κάπου από μέσα και αμέσως εκείνοι γύρισαν.
Πέντε λεπτά αργότερα ήμουν πίσω στο ξενοδοχείο. Μισή ώρα καθυστερημένος μεν, όμως ευτυχισμένος τελικά που είχα καταφέρει να φτάσω εκεί πάνω.
Share On